- σκοτεύει
- σκοτεύει· δραπετεύει, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοτεύω — Α [σκότος] (κατά τον Ησύχ.) α) κρύβομαι στο σκοτάδι β) «σκοτεύει δραπετεύει» … Dictionary of Greek